- προαιρετέα
- προαιρετέονone must chooseneut nom/voc/acc plπροαιρετέᾱ , προαιρετέονone must choosefem nom/voc/acc dualπροαιρετέᾱ , προαιρετέονone must choosefem nom/voc sg (attic doric aeolic)προαιρετέοςneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.